- διεισδυτικός
- -ή, -όαυτός που έχει την ικανότητα να διεισδύει.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
ψύλλοι — Έντομα διαφόρων οικογενειών. Εδώ θα γίνει λόγος για τους ψ. που παρουσιάζουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον ως παράσιτα του ανθρώπου και μερικών κατοικίδιων ζώων. Ο ψ. του ανθρώπου ή ερεθιστικός (pulex irritans) ανήκει, όπως και άλλοι ψ., στους πουλικίδες … Dictionary of Greek
αδολέσχης — ο (Α ἀδολέσχης και ἀδόλεσχος, ον) φλύαρος, πολυλογάς, φαφλατάς αρχ. οξύς, διεισδυτικός, λεπτολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ως β συνθ. τής λ. θεωρείται η λ. λέσχη (= συνομιλία, συζήτηση). Σχετικά με το α συνθ. τής λ. υπάρχουν διαφωνίες και είναι αβέβαιης… … Dictionary of Greek
διαπεραστικός — ή, ό 1. αυτός που διαπερνά, που διατρυπά, διεισδυτικός 2. (για κρύο) τσουχτερός, δριμύς 3. (για φωνή) οξύς και συνήθως ενοχλητικός … Dictionary of Greek
Ανέσκι, Ινοκέντι Φιοντόροβιτς — (Ομσκ 1856 – Πετρούπολη 1909).Ρώσος θεατρικός συγγραφέας, ποιητής και κριτικός. Άρχισε τη σταδιοδρομία του ως θεατρικός συγγραφέας και, μεταξύ 1901 και 1904, έγραψε τρεις τραγωδίες: Ο Φιλόσοφος Μελάνιππος, Λαοδάμεια και Ο Βασιλιάς Ιξίων.Μετά τον… … Dictionary of Greek
Αντιφών — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. ο Αθηναίος (μέσα 5ου αι. π.Χ.). Αθηναίος σοφιστής. Για τη ζωή του δεν υπάρχουν συγκεκριμένες πληροφορίες και αναφέρεται κυρίως από τον Ξενοφώντα. Από το έργο του διασώζονται μόνο αποσπάσματα. Αναφέρονται ως έργα… … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Νέα Ζηλανδία — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, στον Ειρηνικό ωκεανό, κάτω από τον Τροπικό του Αιγόκερω, ΝΑ της Αυστραλίας.Την επικράτεια της Ν. Ζ. απαρτίζουν τα δύο μεγαλύτερα νησιά (βόρειο νησί και νότιο νησί), το μικρό νησί Στιούαρτ και πολλά μικρότερα νησιά.… … Dictionary of Greek
Στην, Γιαν — (Stein). Ολλανδός ζωγράφος (1626 1679). Αν και οι πληροφορίες για τη ζωγραφική μόρφωσή του είναι λίγες, η υπόλοιπη ζωή του είναι αρκετά γνωστή. Ήταν γαμπρός του βαν Γκόγιεν και άσκησε την τέχνη του στο Ντελφτ, όπου διατηρούσε ζυθοπωλείο. Τα… … Dictionary of Greek